εὐπρόσκοπος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐπρόσκοπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βλέπει [[μακριά]], ο [[προνοητικός]], ο [[επιφυλακτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δέχεται εύκολα [[προσβολή]] ή [[αδικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>πρό</i>-<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>προ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκοπώ]] «[[παρατηρώ]]»), | |mltxt=[[εὐπρόσκοπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βλέπει [[μακριά]], ο [[προνοητικός]], ο [[επιφυλακτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δέχεται εύκολα [[προσβολή]] ή [[αδικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>πρό</i>-<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>προ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκοπώ]] «[[παρατηρώ]]»), [[πρβλ]]. <i>επί</i>-<i>σκοπος</i>, [[κατά]]-<i>σκοπος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A far-seeing, cautious, τὸ τῶν ἠθῶν εὐκινητότερον καὶ πολυτροπώτερον καὶ -πώτερον Ptol.Tetr.173; cf. ἀπρόσκοπος (B). II easily taking offence, ἀθύμῳ καὶ ἀσθενικῷ καὶ εὐπροσκόπῳ καὶ πρὸς πάντας δυσαρέστῳ ib.207; cf. ἀπρόσκοπος (A).
Greek Monolingual
εὐπρόσκοπος, -ον (Α)
1. αυτός που βλέπει μακριά, ο προνοητικός, ο επιφυλακτικός
2. αυτός που δέχεται εύκολα προσβολή ή αδικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρό-σκοπος (< προ + -σκοπος < σκοπώ «παρατηρώ»), πρβλ. επί-σκοπος, κατά-σκοπος].