ζωόφιλος: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που αγαπά και προστατεύει τα ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>zoophilous</i> <span style="color: red;"><</span> <i>zoo</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> ζω[ο]- [ΙΙ]) <span style="color: red;">+</span> <i>philous</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[φίλος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που αγαπά και προστατεύει τα ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>zoophilous</i> <span style="color: red;"><</span> <i>zoo</i>- ([[πρβλ]]. ζω[ο]- [ΙΙ]) <span style="color: red;">+</span> <i>philous</i> ([[πρβλ]]. [[φίλος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που αγαπά και προστατεύει τα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoophilous < zoo- (πρβλ. ζω[ο]- [ΙΙ]) + philous (πρβλ. φίλος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].