ηδυσματοθήκη: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡδυσματοθήκη]], ἡ (Α)<br />[[θήκη]] για ήδύσματα, αρωματοθήκη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ηδυσματ</i>- του [[ήδυσμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> γεν. <i>ηδύσματ</i>-<i>ος</i>) <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]].
|mltxt=[[ἡδυσματοθήκη]], ἡ (Α)<br />[[θήκη]] για ήδύσματα, αρωματοθήκη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ηδυσματ</i>- του [[ήδυσμα]] ([[πρβλ]]. γεν. <i>ηδύσματ</i>-<i>ος</i>) <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]].
}}
}}

Latest revision as of 09:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡδυσματοθήκη, ἡ (Α)
θήκη για ήδύσματα, αρωματοθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηδυσματ- του ήδυσμα (πρβλ. γεν. ηδύσματ-ος) + συνδετικό φωνήεν -ο- + θήκη.