ηδύφωνος: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡδύφωνος]], δωρ. τ. ἁδύφωνος, αιολ. τ. ἀδύφωνος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει γλυκιά [[φωνή]], [[γλυκύφωνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡδυφώνως</i> (Μ)<br />με γλυκιά [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαρβαρό</i>-<i>φωνος</i>, <i>λιγό</i>-<i>φωνος</i>, <i>ομό</i>-<i>φωνος</i> κ.ά.].
|mltxt=[[ἡδύφωνος]], δωρ. τ. ἁδύφωνος, αιολ. τ. ἀδύφωνος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει γλυκιά [[φωνή]], [[γλυκύφωνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡδυφώνως</i> (Μ)<br />με γλυκιά [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. <i>βαρβαρό</i>-<i>φωνος</i>, <i>λιγό</i>-<i>φωνος</i>, <i>ομό</i>-<i>φωνος</i> κ.ά.].
}}
}}

Revision as of 09:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡδύφωνος, δωρ. τ. ἁδύφωνος, αιολ. τ. ἀδύφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος.
επίρρ...
ἡδυφώνως (Μ)
με γλυκιά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαρβαρό-φωνος, λιγό-φωνος, ομό-φωνος κ.ά.].