ηδυφαής: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡδυφαής]], δωρ. τ. ἁδυφαής, -ές (Α)<br />αυτός που έχει γλυκιά [[λάμψη]] («ἡδυφαὴς ἤλεκτρος», Διον. Περ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηλιο</i>-<i>φαής</i>, <i>παμ</i>-<i>φαής</i>].
|mltxt=[[ἡδυφαής]], δωρ. τ. ἁδυφαής, -ές (Α)<br />αυτός που έχει γλυκιά [[λάμψη]] («ἡδυφαὴς ἤλεκτρος», Διον. Περ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]]), [[πρβλ]]. <i>ηλιο</i>-<i>φαής</i>, <i>παμ</i>-<i>φαής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡδυφαής, δωρ. τ. ἁδυφαής, -ές (Α)
αυτός που έχει γλυκιά λάμψη («ἡδυφαὴς ἤλεκτρος», Διον. Περ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -φαής (< φάος), πρβλ. ηλιο-φαής, παμ-φαής].