ηδυφαής

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

ἡδυφαής, δωρ. τ. ἁδυφαής, -ές (Α)
αυτός που έχει γλυκιά λάμψη («ἡδυφαὴς ἤλεκτρος», Διον. Περ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -φαής (< φάος), πρβλ. ηλιοφαής, παμφαής].