ηρακλεώτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡρακλεώτης και ἡρακλειώτης, ό, θηλ. ἡρακλεῶτις (Α)<br />ο [[κάτοικος]] της Ηράκλειας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ηράκλεια</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωτης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>επαρχι</i>-<i>ώτης</i>, <i>νησ</i>-<i>ιώτης</i>)].
|mltxt=ἡρακλεώτης και ἡρακλειώτης, ό, θηλ. ἡρακλεῶτις (Α)<br />ο [[κάτοικος]] της Ηράκλειας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ηράκλεια</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωτης</i> ([[πρβλ]]. <i>επαρχι</i>-<i>ώτης</i>, <i>νησ</i>-<i>ιώτης</i>)].
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡρακλεώτης και ἡρακλειώτης, ό, θηλ. ἡρακλεῶτις (Α)
ο κάτοικος της Ηράκλειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ηράκλεια + κατάλ. -ωτης (πρβλ. επαρχι-ώτης, νησ-ιώτης)].