ημίοπλος: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμίοπλος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ οπλισμένος, όχι πλήρως οπλισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όπλον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>οπλος</i>, <i>έν</i>-<i>οπλος</i>].
|mltxt=[[ἡμίοπλος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ οπλισμένος, όχι πλήρως οπλισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όπλον</i>), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>οπλος</i>, <i>έν</i>-<i>οπλος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμίοπλος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ οπλισμένος, όχι πλήρως οπλισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -οπλος (< όπλον), πρβλ. ά-οπλος, έν-οπλος].