ησυχικός: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡσυχικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που αγαπά την [[ησυχία]], [[φιλήσυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήσυχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θε</i>-<i>ικός</i>, <i>φιλοσοφ</i>-<i>ικός</i>)].
|mltxt=[[ἡσυχικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που αγαπά την [[ησυχία]], [[φιλήσυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήσυχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικος</i> ([[πρβλ]]. <i>θε</i>-<i>ικός</i>, <i>φιλοσοφ</i>-<i>ικός</i>)].
}}
}}

Revision as of 09:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡσυχικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αγαπά την ησυχία, φιλήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + κατάλ. -ικος (πρβλ. θε-ικός, φιλοσοφ-ικός)].