ημίτομος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all

Source
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἡμίτομος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για βιβλία) ο [[μισός]] [[τόμος]] από μια [[σειρά]] τόμων ενός συγγράμματος ή και [[τμήμα]] μόνο ενός [[τόμου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[σελήνη]]) [[ημισέληνος]], [[μηνοειδής]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἡμίτομος]]<br />[[είδος]] επιδέσμου, αλλ. ημιρρόμβιον<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἡμίτομος]]<br />[[είδος]] ποτηριού<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἡμίτομον</i><br />το μισό<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡμίτομα ξύλα» — κορμοί ή χοντροί κλάδοι σχισμένοι στα δύο<br />β) «[[ἡμίτομος]] [[ἀρχή]]» — η [[αρχή]] που ασκείται από δύο άρχοντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>από</i>-<i>τομος</i>, [[ευθύ]]-<i>τομος</i>.].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἡμίτομος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για βιβλία) ο [[μισός]] [[τόμος]] από μια [[σειρά]] τόμων ενός συγγράμματος ή και [[τμήμα]] μόνο ενός [[τόμου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[σελήνη]]) [[ημισέληνος]], [[μηνοειδής]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἡμίτομος]]<br />[[είδος]] επιδέσμου, αλλ. ημιρρόμβιον<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἡμίτομος]]<br />[[είδος]] ποτηριού<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἡμίτομον</i><br />το μισό<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡμίτομα ξύλα» — κορμοί ή χοντροί κλάδοι σχισμένοι στα δύο<br />β) «[[ἡμίτομος]] [[ἀρχή]]» — η [[αρχή]] που ασκείται από δύο άρχοντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. <i>από</i>-<i>τομος</i>, [[ευθύ]]-<i>τομος</i>.].
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἡμίτομος, -ον)
νεοελλ.
(για βιβλία) ο μισός τόμος από μια σειρά τόμων ενός συγγράμματος ή και τμήμα μόνο ενός τόμου
αρχ.
1. (για τη σελήνη) ημισέληνος, μηνοειδής
2. το αρσ. ως ουσ.ἡμίτομος
είδος επιδέσμου, αλλ. ημιρρόμβιον
3. το αρσ. ως ουσ.ἡμίτομος
είδος ποτηριού
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμίτομον
το μισό
4. φρ. α) «ἡμίτομα ξύλα» — κορμοί ή χοντροί κλάδοι σχισμένοι στα δύο
β) «ἡμίτομος ἀρχή» — η αρχή που ασκείται από δύο άρχοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. από-τομος, ευθύ-τομος.].