θειικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] από [[θείο]] ή αναφέρεται στο [[θείο]] (α. «θειικό οξύ» — ανόργανο οξύ, άχρωμο και άοσμο ελαιώδες [[υγρό]], πολύ διαβρωτικό και [[μεγάλης]] βιομηχανικής σημασίας, κν. [[βιτριόλι]]<br />β. «θειικά ορυκτά» — φυσικής προελεύσεως [[άλατα]] του θειικού οξέος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θείο]] (ΙΙ). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>sulfurique</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον Θεοδόσιο Ηλιάδη].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] από [[θείο]] ή αναφέρεται στο [[θείο]] (α. «θειικό οξύ» — ανόργανο οξύ, άχρωμο και άοσμο ελαιώδες [[υγρό]], πολύ διαβρωτικό και [[μεγάλης]] βιομηχανικής σημασίας, κν. [[βιτριόλι]]<br />β. «θειικά ορυκτά» — φυσικής προελεύσεως [[άλατα]] του θειικού οξέος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θείο]] (ΙΙ). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>sulfurique</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον Θεοδόσιο Ηλιάδη].
}}
}}

Latest revision as of 09:32, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που είναι από θείο ή αναφέρεται στο θείο (α. «θειικό οξύ» — ανόργανο οξύ, άχρωμο και άοσμο ελαιώδες υγρό, πολύ διαβρωτικό και μεγάλης βιομηχανικής σημασίας, κν. βιτριόλι
β. «θειικά ορυκτά» — φυσικής προελεύσεως άλατα του θειικού οξέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sulfurique. Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον Θεοδόσιο Ηλιάδη].