ηνιορράφος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡνιορράφος]], ὁ (Α)<br />αυτός που ράβει [[ηνία]], χαλινούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηνίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ραφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιστιο</i>-<i>ρράφος</i>, <i>μηχανο</i>-<i>ρράφος</i>].
|mltxt=[[ἡνιορράφος]], ὁ (Α)<br />αυτός που ράβει [[ηνία]], χαλινούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηνίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ραφή]]), [[πρβλ]]. <i>ιστιο</i>-<i>ρράφος</i>, <i>μηχανο</i>-<i>ρράφος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:32, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡνιορράφος, ὁ (Α)
αυτός που ράβει ηνία, χαλινούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνίο + -ρραφος (< ραφή), πρβλ. ιστιο-ρράφος, μηχανο-ρράφος].