θαλαμοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] θαλάμου («θαλαμοειδείς τάφοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αψιδο</i>-<i>ειδής</i>, <i>σπηλαιο</i>-<i>ειδής</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δημ. Γουζέλη].
|mltxt=-ές<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] θαλάμου («θαλαμοειδείς τάφοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), [[πρβλ]]. <i>αψιδο</i>-<i>ειδής</i>, <i>σπηλαιο</i>-<i>ειδής</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δημ. Γουζέλη].
}}
}}

Revision as of 09:33, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
αυτός που έχει σχήμα θαλάμου («θαλαμοειδείς τάφοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -ειδής (< είδος), πρβλ. αψιδο-ειδής, σπηλαιο-ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δημ. Γουζέλη].