ημιπολύτιμος: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ [[πολύτιμος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ημιπολύτιμος]] [[λίθος]]» — πολύτιμη [[ποικιλία]] ορυκτών, η [[αξία]] των οποίων [[είναι]] μικρότερη από την αντίστοιχη τών πολύτιμων λίθων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με την πρώτη σημ. <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πολύτιμος]]<br />με τη δεύτερη σημ. η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>semiprecious stone</i> <span style="color: red;"><</span> <i>semi</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ημι</i>-) <span style="color: red;">+</span> <i>precious</i> «[[πολύτιμος]]». Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Κ. Μητσόπουλο].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ [[πολύτιμος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ημιπολύτιμος]] [[λίθος]]» — πολύτιμη [[ποικιλία]] ορυκτών, η [[αξία]] των οποίων [[είναι]] μικρότερη από την αντίστοιχη τών πολύτιμων λίθων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με την πρώτη σημ. <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πολύτιμος]]<br />με τη δεύτερη σημ. η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>semiprecious stone</i> <span style="color: red;"><</span> <i>semi</i>- ([[πρβλ]]. <i>ημι</i>-) <span style="color: red;">+</span> <i>precious</i> «[[πολύτιμος]]». Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Κ. Μητσόπουλο].
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που είναι κατά το ήμισυ πολύτιμος
2. φρ. «ημιπολύτιμος λίθος» — πολύτιμη ποικιλία ορυκτών, η αξία των οποίων είναι μικρότερη από την αντίστοιχη τών πολύτιμων λίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με την πρώτη σημ. < ημι- + πολύτιμος
με τη δεύτερη σημ. η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. semiprecious stone < semi- (πρβλ. ημι-) + precious «πολύτιμος». Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Κ. Μητσόπουλο].