θεμιονίκης: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεμιονίκης]], <b>επιγρ.</b> θεμιονείκης ὁ (Α)<br />ο [[νικητής]] σε θεματίτην αγώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμις]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> συνδετικό φων. -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νίκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νίκη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαλκανιο</i>-<i>νίκης</i>, <i>ολυμπιο</i>-<i>νίκης</i>].
|mltxt=[[θεμιονίκης]], <b>επιγρ.</b> θεμιονείκης ὁ (Α)<br />ο [[νικητής]] σε θεματίτην αγώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμις]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> συνδετικό φων. -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νίκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νίκη]]), [[πρβλ]]. <i>βαλκανιο</i>-<i>νίκης</i>, <i>ολυμπιο</i>-<i>νίκης</i>].
}}
}}

Revision as of 09:38, 23 August 2021

Greek Monolingual

θεμιονίκης, επιγρ. θεμιονείκης ὁ (Α)
ο νικητής σε θεματίτην αγώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (ΙΙ) + συνδετικό φων. -ο- + -νίκης (< νίκη), πρβλ. βαλκανιο-νίκης, ολυμπιο-νίκης].