θεμιονίκης
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
Greek Monolingual
θεμιονίκης, επιγρ. θεμιονείκης ὁ (Α)
ο νικητής σε θεματίτην αγώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (ΙΙ) + συνδετικό φων. -ο- + -νίκης (< νίκη), πρβλ. βαλκανιονίκης, ολυμπιονίκης].