θερμηρός: Difference between revisions

From LSJ

Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θερμηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για θερμό [[υγρό]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θερμηρόν</i><br />[[μιλιάριον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θερμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ζωηρός]], [[νοσηρός]])].
|mltxt=[[θερμηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για θερμό [[υγρό]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θερμηρόν</i><br />[[μιλιάριον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θερμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[ζωηρός]], [[νοσηρός]])].
}}
}}

Revision as of 09:39, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμηρός Medium diacritics: θερμηρός Low diacritics: θερμηρός Capitals: ΘΕΡΜΗΡΟΣ
Transliteration A: thermērós Transliteration B: thermēros Transliteration C: thermiros Beta Code: qermhro/s

English (LSJ)

ά, όν, A for hot liquid, ποτήριον Hsch.s.v. κελέβη: θερμηρόν (and θέρμ-ητρον), expld. by miliarium, Gloss.

Greek Monolingual

θερμηρός, -ά, -όν (Α)
1. ο κατάλληλος για θερμό υγρό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θερμηρόν
μιλιάριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός + -ηρός (πρβλ. ζωηρός, νοσηρός)].