θεοκρήπις: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεοκρήπις]], -ιδος, ή (Α)<br />(για [[πόλη]] ή [[κτίσμα]]) αυτή που ιδρύθηκε ή θεμελιώθηκε από θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρήπις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρηπίς]] «[[βάση]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλι</i>-<i>κρήπις</i>, <i>εϋ</i>-<i>κρήπις</i>].
|mltxt=[[θεοκρήπις]], -ιδος, ή (Α)<br />(για [[πόλη]] ή [[κτίσμα]]) αυτή που ιδρύθηκε ή θεμελιώθηκε από θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρήπις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρηπίς]] «[[βάση]]»), [[πρβλ]]. <i>αλι</i>-<i>κρήπις</i>, <i>εϋ</i>-<i>κρήπις</i>].
}}
}}

Revision as of 09:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοκρήπῑς Medium diacritics: θεοκρήπις Low diacritics: θεοκρήπις Capitals: ΘΕΟΚΡΗΠΙΣ
Transliteration A: theokrḗpis Transliteration B: theokrēpis Transliteration C: theokripis Beta Code: qeokrh/pis

English (LSJ)

ῑδος, ἡ, A founded by a god, of Athens, Nonn.D.24.96.

German (Pape)

[Seite 1196] ιδος, von Gott gegründet, Ἀθήνη Nonn. D. 24, 96.

Greek (Liddell-Scott)

θεοκρήπῑς: ῑδος, θεμελιωθεὶς ὑπὸ θεοῦ, ναετῆρα θεοκρήπιδος Ἀθήνης Νόνν. Δ. 24. 96.

Greek Monolingual

θεοκρήπις, -ιδος, ή (Α)
(για πόλη ή κτίσμα) αυτή που ιδρύθηκε ή θεμελιώθηκε από θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κρήπις (< κρηπίς «βάση»), πρβλ. αλι-κρήπις, εϋ-κρήπις].