θηριοπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
(17)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[θηριοπρεπής]], -ές)<br />αυτός που αρμόζει σε [[θηρίο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θηριοπρεπῶς</i> (Α)<br />με θηριοπρεπή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]] «[[φαίνομαι]], [[ομοιάζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αξιο</i>-<i>πρεπής</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>πρεπής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[θηριοπρεπής]], -ές)<br />αυτός που αρμόζει σε [[θηρίο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θηριοπρεπῶς</i> (Α)<br />με θηριοπρεπή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]] «[[φαίνομαι]], [[ομοιάζω]]»), [[πρβλ]]. <i>αξιο</i>-<i>πρεπής</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>πρεπής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:45, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1210] ές, thiermäßig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θηριοπρεπής: -ές, ἁρμόζων εἰς θηρίον, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. θηριοπρεπῶς, Κύριλλ. ἐν Ἅπ. τ. ΙΙ. σ. 293C, 310Ε, 378Α.

Greek Monolingual

-ές (Α θηριοπρεπής, -ές)
αυτός που αρμόζει σε θηρίο.
επίρρ...
θηριοπρεπῶς (Α)
με θηριοπρεπή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -πρεπής (< πρέπω «φαίνομαι, ομοιάζω»), πρβλ. αξιο-πρεπής, μεγαλο-πρεπής].