θριψ: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[θρίψ]], -ιπός)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> θυσανόπτερο [[έντομο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκουλήκι]] που τρώει το [[ξύλο]], [[σαράκι]], [[σκώρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει την [[ίδια]] [[κατάληξη]] με λ. παρόμοιας σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ιψ</i>, [[κνιψ]], <i>σκνιψ</i>). Υποτέθηκε ότι πρόκειται για μεταπλασμό ενός αμάρτ. <i>θρύψ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[θρύπτω]]) ή ότι συνδέεται με το [[θραύω]] ή ότι [[είναι]] πελασγικής προελεύσεως (<span style="color: red;"><</span> <i>τριψ</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[τρίβω]])].-.
|mltxt=ο (Α [[θρίψ]], -ιπός)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> θυσανόπτερο [[έντομο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκουλήκι]] που τρώει το [[ξύλο]], [[σαράκι]], [[σκώρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει την [[ίδια]] [[κατάληξη]] με λ. παρόμοιας σημ. ([[πρβλ]]. <i>ιψ</i>, [[κνιψ]], <i>σκνιψ</i>). Υποτέθηκε ότι πρόκειται για μεταπλασμό ενός αμάρτ. <i>θρύψ</i> ([[πρβλ]]. [[θρύπτω]]) ή ότι συνδέεται με το [[θραύω]] ή ότι [[είναι]] πελασγικής προελεύσεως (<span style="color: red;"><</span> <i>τριψ</i>, [[πρβλ]]. [[τρίβω]])].-.
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (Α θρίψ, -ιπός)
νεοελλ.
ζωολ. θυσανόπτερο έντομο
αρχ.
σκουλήκι που τρώει το ξύλο, σαράκι, σκώρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει την ίδια κατάληξη με λ. παρόμοιας σημ. (πρβλ. ιψ, κνιψ, σκνιψ). Υποτέθηκε ότι πρόκειται για μεταπλασμό ενός αμάρτ. θρύψ (πρβλ. θρύπτω) ή ότι συνδέεται με το θραύω ή ότι είναι πελασγικής προελεύσεως (< τριψ, πρβλ. τρίβω)].-.