σαράκι
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
Greek Monolingual
το, Ν
1. σκουλήκι που ανοίγει τρύπες στα ξύλα και τά καταστρέφει, σάρακας
2. μτφ. α) μτφ. αρρώστια που αναπτύσσεται μέσα στον οργανισμό του ανθρώπου χωρίς εξωτερικά συμπτώματα
β) η θλίψη που νιώθει κάποιος χωρίς να τήν εκδηλώνει αλλά και η φθορά που οφείλεται σε αυτήν τη θλίψη («τήν έφαγε το σαράκι για τον ξενητεμένο γιο της»)
γ) ενοχές ατόμου για πράξη που το ταλαιπωρεί ψυχικά και την οποία δεν αναφέρει σε κανέναν, μαράζι («τόσα χρόνια τον τρώει το σαράκι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαράκι-ον, υποκορ. του σάραξ «σκόρος»].