θυοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
(17)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυοφόρος]], ὁ (Α)<br />ο [[κληρικός]] που θύμιαζε [[κατά]] τις εκκλησιαστικές τελετές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κερδο</i>-[[φόρος]], <i>τροπαιο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=[[θυοφόρος]], ὁ (Α)<br />ο [[κληρικός]] που θύμιαζε [[κατά]] τις εκκλησιαστικές τελετές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>κερδο</i>-[[φόρος]], <i>τροπαιο</i>-[[φόρος]].
}}
}}

Revision as of 09:50, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1226] Weihrauch, Opfer darbringend, Greg. Naz.

Greek Monolingual

θυοφόρος, ὁ (Α)
ο κληρικός που θύμιαζε κατά τις εκκλησιαστικές τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. κερδο-φόρος, τροπαιο-φόρος.