θωρακόστρακα: Difference between revisions

From LSJ

οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τα<br /><b>ζωολ.</b> παλαιά [[ονομασία]] των οστρακόδερμων, που περιλαμβάνουν είδη, όπως οι καραβίδες, με θωρακικούς δακτυλίους ενωμένους με τον κεφαλοθώρακα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>thoracostrace</i> <span style="color: red;"><</span> <i>thoraco</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[θώραξ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ostrace</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όστρακο</i>)].
|mltxt=τα<br /><b>ζωολ.</b> παλαιά [[ονομασία]] των οστρακόδερμων, που περιλαμβάνουν είδη, όπως οι καραβίδες, με θωρακικούς δακτυλίους ενωμένους με τον κεφαλοθώρακα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>thoracostrace</i> <span style="color: red;"><</span> <i>thoraco</i> ([[πρβλ]]. [[θώραξ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ostrace</i> ([[πρβλ]]. <i>όστρακο</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 09:54, 23 August 2021

Greek Monolingual

τα
ζωολ. παλαιά ονομασία των οστρακόδερμων, που περιλαμβάνουν είδη, όπως οι καραβίδες, με θωρακικούς δακτυλίους ενωμένους με τον κεφαλοθώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thoracostrace < thoraco (πρβλ. θώραξ) + -ostrace (πρβλ. όστρακο)].