ιερεία: Difference between revisions

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱερεία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[θυσία]]<br /><b>2.</b> [[εορτή]]<br /><b>3.</b> [[ιερατεία]]<br /><b>4.</b> το [[άδυτο]] του ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τον κυπριακό τ. <i>ἰερηFίyα</i>, [[επίσης]] θηλ. του [[ιερεύς]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιέρεια]]), ο [[οποίος]] φαίνεται να δηλώνει περισσότερο τον [[ιερό]] [[τόπο]], το [[άδυτο]], [[παρά]] την [[ιέρεια]]].
|mltxt=[[ἱερεία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[θυσία]]<br /><b>2.</b> [[εορτή]]<br /><b>3.</b> [[ιερατεία]]<br /><b>4.</b> το [[άδυτο]] του ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τον κυπριακό τ. <i>ἰερηFίyα</i>, [[επίσης]] θηλ. του [[ιερεύς]] ([[πρβλ]]. [[ιέρεια]]), ο [[οποίος]] φαίνεται να δηλώνει περισσότερο τον [[ιερό]] [[τόπο]], το [[άδυτο]], [[παρά]] την [[ιέρεια]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:54, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱερεία, ἡ (Α)
1. θυσία
2. εορτή
3. ιερατεία
4. το άδυτο του ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τον κυπριακό τ. ἰερηFίyα, επίσης θηλ. του ιερεύς (πρβλ. ιέρεια), ο οποίος φαίνεται να δηλώνει περισσότερο τον ιερό τόπο, το άδυτο, παρά την ιέρεια].