θυρίδιο: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Μ [[θυρίδιον]])<br />μικρή [[θύρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> μικρή τετράγωνη [[δίοδος]] διά μέσου τών καθεκτών, η [[τρύπα]] του κουθουσιού<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[πύλη]] του αγίου βήματος<br /><b>2.</b> [[είσοδος]], [[έμπασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] ( | |mltxt=το (Μ [[θυρίδιον]])<br />μικρή [[θύρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> μικρή τετράγωνη [[δίοδος]] διά μέσου τών καθεκτών, η [[τρύπα]] του κουθουσιού<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[πύλη]] του αγίου βήματος<br /><b>2.</b> [[είσοδος]], [[έμπασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] ([[πρβλ]]. <i>μαχαιρ</i>-[[ίδιον]], <i>χοιρ</i>-[[ίδιον]])]. | ||
}} | }} |