θυρίδιο

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

Greek Monolingual

το (Μ θυρίδιον)
μικρή θύρα
νεοελλ.
ναυτ. μικρή τετράγωνη δίοδος διά μέσου τών καθεκτών, η τρύπα του κουθουσιού
μσν.
1. η πύλη του αγίου βήματος
2. είσοδος, έμπασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. μαχαιρίδιον, χοιρίδιον)].