ισοπραξία: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσοπραξία]], ἡ (Μ)<br />ίση, όμοια [[θέση]] ή [[κατάσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πραξία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πράξις]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δικαιο</i>-<i>πραξία</i>, <i>ευ</i>-<i>πραξία</i>].
|mltxt=[[ἰσοπραξία]], ἡ (Μ)<br />ίση, όμοια [[θέση]] ή [[κατάσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πραξία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πράξις]]), [[πρβλ]]. <i>δικαιο</i>-<i>πραξία</i>, <i>ευ</i>-<i>πραξία</i>].
}}
}}

Revision as of 10:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσοπραξία, ἡ (Μ)
ίση, όμοια θέση ή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πραξία (< πράξις), πρβλ. δικαιο-πραξία, ευ-πραξία].