ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
ἰσοπραξία, ἡ (Μ)ίση, όμοια θέση ή κατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πραξία (< πράξις), πρβλ. δικαιοπραξία, ευπραξία].