ισχνοπάρειος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσχνοπάρειος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχνές παρειές, ξερακιανό [[πρόσωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πάρειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πα</i>-<i>ρειαί</i> «μάγουλα»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λευκο</i>-<i>πάρειος</i>, <i>χαλκο</i>-<i>πάρειος</i>].
|mltxt=[[ἰσχνοπάρειος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχνές παρειές, ξερακιανό [[πρόσωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πάρειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πα</i>-<i>ρειαί</i> «μάγουλα»), [[πρβλ]]. <i>λευκο</i>-<i>πάρειος</i>, <i>χαλκο</i>-<i>πάρειος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσχνοπάρειος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχνές παρειές, ξερακιανό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -πάρειος (< πα-ρειαί «μάγουλα»), πρβλ. λευκο-πάρειος, χαλκο-πάρειος].