ισχνόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσχνόφωνος]], -ον, θηλ. και -η)<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει άτονη, σιγανή, αδύνατη [[φωνή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τραυλός]]<br /><b>2.</b> (για μέταλλα) αυτός που παράγει ασθενή ήχο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσχνοφώνως</i> (Α)<br />με αδύνατη [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>φωνος</i>, [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i><br />συνδεομένη η λ. με το ρ. [[ἴσχω]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]», έλαβε την πιο συχνή αρχ. σημ. «[[τραυλός]]»].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσχνόφωνος]], -ον, θηλ. και -η)<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει άτονη, σιγανή, αδύνατη [[φωνή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τραυλός]]<br /><b>2.</b> (για μέταλλα) αυτός που παράγει ασθενή ήχο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσχνοφώνως</i> (Α)<br />με αδύνατη [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. <i>βαθύ</i>-<i>φωνος</i>, [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i><br />συνδεομένη η λ. με το ρ. [[ἴσχω]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]», έλαβε την πιο συχνή αρχ. σημ. «[[τραυλός]]»].
}}
}}

Latest revision as of 10:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰσχνόφωνος, -ον, θηλ. και -η)
(για πρόσ.) αυτός που έχει άτονη, σιγανή, αδύνατη φωνή
αρχ.
1. τραυλός
2. (για μέταλλα) αυτός που παράγει ασθενή ήχο.
επίρρ...
ἰσχνοφώνως (Α)
με αδύνατη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος, μεγαλό-φωνος
συνδεομένη η λ. με το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω», έλαβε την πιο συχνή αρχ. σημ. «τραυλός»].