ιχθυοκόμος: Difference between revisions
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
(18) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ἡ<br />αυτός που ασχολείται επιστημονικά με την [[ιχθυοκομία]], [[ιχθυοτρόφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[ασχολούμαι]]»), | |mltxt=ὁ, ἡ<br />αυτός που ασχολείται επιστημονικά με την [[ιχθυοκομία]], [[ιχθυοτρόφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[ασχολούμαι]]»), [[πρβλ]]. <i>ιππο</i>-<i>κόμος</i>, <i>μελισσο</i>-<i>κόμος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην [[εφημερίδα]] <i>Άστυ</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
ὁ, ἡ
αυτός που ασχολείται επιστημονικά με την ιχθυοκομία, ιχθυοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -κόμος (< κομῶ «ασχολούμαι»), πρβλ. ιππο-κόμος, μελισσο-κόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ].