ισήμερος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσήμερος]], -ον (Α)<br />αυτός που διαρκεί ίσο χρόνο, αυτός που έχει τις ίδιες ημέρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήμερος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἡμερα</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εφ</i>-[[ήμερος]], <i>καλ</i>-[[ήμερος]]].
|mltxt=[[ἰσήμερος]], -ον (Α)<br />αυτός που διαρκεί ίσο χρόνο, αυτός που έχει τις ίδιες ημέρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήμερος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἡμερα</i>), [[πρβλ]]. <i>εφ</i>-[[ήμερος]], <i>καλ</i>-[[ήμερος]]].
}}
}}

Revision as of 10:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσήμερος, -ον (Α)
αυτός που διαρκεί ίσο χρόνο, αυτός που έχει τις ίδιες ημέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήμερος (< ἡμερα), πρβλ. εφ-ήμερος, καλ-ήμερος].