ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
ἰσήμερος, -ον (Α)αυτός που διαρκεί ίσο χρόνο, αυτός που έχει τις ίδιες ημέρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήμερος (< ἡμερα), πρβλ. εφήμερος, καλήμερος].