Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάνα: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>ναυτ.</b><br />[[μέτρο]] μήκους που χρησιμοποιείται από εργάτες ναυπηγείων («[[κάνα]] λονδρέζικη» — ένα αγγλικό [[πόδι]]<br />«[[κάνα]] μαλτέζικη» — [[επτά]] αγγλικά πόδια).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>canne</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>canna</i> «[[καλάμι]]» <span style="color: red;"><</span> αρχ. ελλ. [[κάννα]] «[[καλάμι]]»].
|mltxt=η<br /><b>ναυτ.</b><br />[[μέτρο]] μήκους που χρησιμοποιείται από εργάτες ναυπηγείων («[[κάνα]] λονδρέζικη» — ένα αγγλικό [[πόδι]]<br />«[[κάνα]] μαλτέζικη» — [[επτά]] αγγλικά πόδια).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>canne</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>canna</i> «[[καλάμι]]» <span style="color: red;"><</span> αρχ. ελλ. [[κάννα]] «[[καλάμι]]»].
}}
}}

Latest revision as of 10:09, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
ναυτ.
μέτρο μήκους που χρησιμοποιείται από εργάτες ναυπηγείων («κάνα λονδρέζικη» — ένα αγγλικό πόδι
«κάνα μαλτέζικη» — επτά αγγλικά πόδια).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. canne < λατ. canna «καλάμι» < αρχ. ελλ. κάννα «καλάμι»].