κάνα: Difference between revisions
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
(19) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>ναυτ.</b><br />[[μέτρο]] μήκους που χρησιμοποιείται από εργάτες ναυπηγείων («[[κάνα]] λονδρέζικη» — ένα αγγλικό [[πόδι]]<br />«[[κάνα]] μαλτέζικη» — [[επτά]] αγγλικά πόδια).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=η<br /><b>ναυτ.</b><br />[[μέτρο]] μήκους που χρησιμοποιείται από εργάτες ναυπηγείων («[[κάνα]] λονδρέζικη» — ένα αγγλικό [[πόδι]]<br />«[[κάνα]] μαλτέζικη» — [[επτά]] αγγλικά πόδια).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>canne</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>canna</i> «[[καλάμι]]» <span style="color: red;"><</span> αρχ. ελλ. [[κάννα]] «[[καλάμι]]»]. | ||
}} | }} |