ιστοδόκη: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἱστοδόκη]])<br />διχαλωτή [[υποδοχή]] στην [[πρύμνη]] του πλοίου [[πάνω]] στην οποία καταβιβάζεται και στηρίζεται ο [[ιστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ιστοπέδη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόκη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δουρο</i>-<i>δόκη κυμο</i>-<i>δόκη</i>].
|mltxt=η (Α [[ἱστοδόκη]])<br />διχαλωτή [[υποδοχή]] στην [[πρύμνη]] του πλοίου [[πάνω]] στην οποία καταβιβάζεται και στηρίζεται ο [[ιστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ιστοπέδη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόκη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>δουρο</i>-<i>δόκη κυμο</i>-<i>δόκη</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

η (Α ἱστοδόκη)
διχαλωτή υποδοχή στην πρύμνη του πλοίου πάνω στην οποία καταβιβάζεται και στηρίζεται ο ιστός
νεοελλ.
η ιστοπέδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο-δόκη κυμο-δόκη].