ιστοπέδη

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source

Greek Monolingual

η (Α ἱστοπέδη και δωρ. τ. ίστοπέδα)
η εγκοπή ή υποδοχή της τρόπιδας, ή καρένας, μέσα στην οποία στερεώνεται η βάση του ιστού