ιστοπέδη

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

η (Α ἱστοπέδη και δωρ. τ. ίστοπέδα)
η εγκοπή ή υποδοχή της τρόπιδας, ή καρένας, μέσα στην οποία στερεώνεται η βάση του ιστού