κάρηξ: Difference between revisions

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ηκος, ο<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[κυπερίδες]], κν. [[σπαθόχορτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>carex</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>carex</i> «[[βούτομον]], [[σπαθόχορτο]]»].
|mltxt=-ηκος, ο<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[κυπερίδες]], κν. [[σπαθόχορτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>carex</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>carex</i> «[[βούτομον]], [[σπαθόχορτο]]»].
}}
}}

Latest revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ηκος, ο
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας κυπερίδες, κν. σπαθόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carex < λατ. carex «βούτομον, σπαθόχορτο»].