ιστοριοδίφης: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. ιστοριοδίφις<br />αυτός που ερευνά ιστορικές πηγές και συγκεντρώνει στοιχεία για τη [[συγγραφή]] ιστορικού συγγράμματος, [[ιστορικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιστορία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίφης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διφώ]] «[[ψάχνω]], [[ερευνώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αστρο</i>-<i>δίφης</i>, <i>φυσιο</i>-<i>δίφης</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Αριστείδη Κυπριανό].
|mltxt=ο, θηλ. ιστοριοδίφις<br />αυτός που ερευνά ιστορικές πηγές και συγκεντρώνει στοιχεία για τη [[συγγραφή]] ιστορικού συγγράμματος, [[ιστορικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιστορία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίφης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διφώ]] «[[ψάχνω]], [[ερευνώ]]»), [[πρβλ]]. <i>αστρο</i>-<i>δίφης</i>, <i>φυσιο</i>-<i>δίφης</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Αριστείδη Κυπριανό].
}}
}}

Revision as of 10:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο, θηλ. ιστοριοδίφις
αυτός που ερευνά ιστορικές πηγές και συγκεντρώνει στοιχεία για τη συγγραφή ιστορικού συγγράμματος, ιστορικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιστορία + -δίφης (< διφώ «ψάχνω, ερευνώ»), πρβλ. αστρο-δίφης, φυσιο-δίφης. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Αριστείδη Κυπριανό].