κακόψυχος: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(18)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[κακόψυχος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κακή [[ψυχή]], [[μοχθηρός]], [[κακός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακόψυχα</i><br /><b>μσν.</b><br />(για άρρωστο) σε άσχημη [[κατάσταση]], του θανατά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλό</i>-<i>ψυχος</i>, <i>ολό</i>-<i>ψυχος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[κακόψυχος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κακή [[ψυχή]], [[μοχθηρός]], [[κακός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακόψυχα</i><br /><b>μσν.</b><br />(για άρρωστο) σε άσχημη [[κατάσταση]], του θανατά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), [[πρβλ]]. <i>καλό</i>-<i>ψυχος</i>, <i>ολό</i>-<i>ψυχος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:15, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1305] kleinmüthig, verzagt?

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κακόψυχος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει κακή ψυχή, μοχθηρός, κακός.
επίρρ...
κακόψυχα
μσν.
(για άρρωστο) σε άσχημη κατάσταση, του θανατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. καλό-ψυχος, ολό-ψυχος].