καλιούχος: Difference between revisions

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο<br />αυτός που περιέχει [[κάλιον]] («καλιούχα λιπάσματα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλιο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ούχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανθρακ</i>-<i>ούχος</i>, <i>χλωρι</i>-<i>ούχος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].
|mltxt=-α, -ο<br />αυτός που περιέχει [[κάλιον]] («καλιούχα λιπάσματα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλιο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ούχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>), [[πρβλ]]. <i>ανθρακ</i>-<i>ούχος</i>, <i>χλωρι</i>-<i>ούχος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].
}}
}}

Revision as of 10:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

-α, -ο
αυτός που περιέχει κάλιον («καλιούχα λιπάσματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλιο + -ούχος (< έχω), πρβλ. ανθρακ-ούχος, χλωρι-ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].