καμψόδυνος: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
(19) |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καμψόδυνος]], -ον (Α)<br />αυτός που κουλουριάζεται, που κάμπτεται από τους πόνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καμψ</i>- του [[κάμπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀδύνη]]. Χαρακτηριστικό [[είναι]] ότι δεν λειτούργησε ο [[νόμος]] της «εκτάσεως εν συνθέσει» που παρατηρείται σε όλα τα άλλα σύνθ. με β' συνθετικό το [[οδύνη]] ( | |mltxt=[[καμψόδυνος]], -ον (Α)<br />αυτός που κουλουριάζεται, που κάμπτεται από τους πόνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καμψ</i>- του [[κάμπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀδύνη]]. Χαρακτηριστικό [[είναι]] ότι δεν λειτούργησε ο [[νόμος]] της «εκτάσεως εν συνθέσει» που παρατηρείται σε όλα τα άλλα σύνθ. με β' συνθετικό το [[οδύνη]] ([[πρβλ]]. <i>επ</i>-<i>ώδυνος</i>, <i>μεγαλ</i>-<i>ώδυνος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 1319] sich unter Schmerzen krümmend, vgl. δακτυλοκαμψόδυνος.
Greek Monolingual
καμψόδυνος, -ον (Α)
αυτός που κουλουριάζεται, που κάμπτεται από τους πόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καμψ- του κάμπτω + ὀδύνη. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν λειτούργησε ο νόμος της «εκτάσεως εν συνθέσει» που παρατηρείται σε όλα τα άλλα σύνθ. με β' συνθετικό το οδύνη (πρβλ. επ-ώδυνος, μεγαλ-ώδυνος)].