καπνοκοπτήριο: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και καπνοκοφτήριο, το<br />[[εργοστάσιο]] κοπής φύλλων καπνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> [[κοπτήριο]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καφεκοπτήριο</i>). Η λ., στον λόγιο τ. <i>καπνοκοπτήριον</i>, μαρτυρείται στην <i>Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος</i> ([[έναρξη]] εκδόσεως 1833)].
|mltxt=και καπνοκοφτήριο, το<br />[[εργοστάσιο]] κοπής φύλλων καπνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> [[κοπτήριο]] ([[πρβλ]]. <i>καφεκοπτήριο</i>). Η λ., στον λόγιο τ. <i>καπνοκοπτήριον</i>, μαρτυρείται στην <i>Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος</i> ([[έναρξη]] εκδόσεως 1833)].
}}
}}

Latest revision as of 13:08, 23 August 2021

Greek Monolingual

και καπνοκοφτήριο, το
εργοστάσιο κοπής φύλλων καπνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κοπτήριο (πρβλ. καφεκοπτήριο). Η λ., στον λόγιο τ. καπνοκοπτήριον, μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος (έναρξη εκδόσεως 1833)].