καρχηδονιακός: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(19) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[καρχηδονικός]], -ή, -ό (Α [[καρχηδονιακός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία [[πόλη]] Καρχηδόνα («ο [[πρώτος]] [[καρχηδονιακός]] [[πόλεμος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Καρχηδών]], -<i>όνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ιακός]] ( | |mltxt=και [[καρχηδονικός]], -ή, -ό (Α [[καρχηδονιακός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία [[πόλη]] Καρχηδόνα («ο [[πρώτος]] [[καρχηδονιακός]] [[πόλεμος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Καρχηδών]], -<i>όνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ιακός]] ([[πρβλ]]. <i>κυπρ</i>-[[ιακός]], <i>συρ</i>-[[ιακός]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:10, 23 August 2021
Greek Monolingual
και καρχηδονικός, -ή, -ό (Α καρχηδονιακός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη Καρχηδόνα («ο πρώτος καρχηδονιακός πόλεμος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Καρχηδών, -όνος + κατάλ. -ιακός (πρβλ. κυπρ-ιακός, συρ-ιακός)].