καλοκαιριάτικος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />[[καλοκαιρινός]], αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[καλοκαίρι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλοκαιριάτικα</i><br />σε [[εποχή]] καλοκαιριού, [[κατά]] το [[θέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καλοκαίρι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άτικος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κυριακ</i>-<i>άτικος</i>, <i>μεσημερι</i>-<i>άτικος</i>)].
|mltxt=-η, -ο<br />[[καλοκαιρινός]], αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[καλοκαίρι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλοκαιριάτικα</i><br />σε [[εποχή]] καλοκαιριού, [[κατά]] το [[θέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καλοκαίρι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άτικος</i> ([[πρβλ]]. <i>κυριακ</i>-<i>άτικος</i>, <i>μεσημερι</i>-<i>άτικος</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
καλοκαιρινός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καλοκαίρι.
επίρρ...
καλοκαιριάτικα
σε εποχή καλοκαιριού, κατά το θέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλοκαίρι + κατάλ. -άτικος (πρβλ. κυριακ-άτικος, μεσημερι-άτικος)].