κατηγορητήριο: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> η [[κατά]] την [[έναρξη]] της δίκης έγγραφή ή και προφορική [[διατύπωση]] της κατηγορίας [[εναντίον]] του κατηγορουμένου<br /><b>2.</b> το δικονομικό [[έγγραφο]] που περιέχει την [[πράξη]] η οποία αποδίδεται στον δράστη, με αποφάσεις τών αρμόδιων συμβουλίων πλημμελειοδικών ή εφετών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατηγορώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριο</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δωρη</i>-<i>τήριο</i>, <i>πωλη</i>-<i>τήριο</i>). Η λ., στον λόγιο τ. <i>κατηγορητήριον</i>, μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> η [[κατά]] την [[έναρξη]] της δίκης έγγραφή ή και προφορική [[διατύπωση]] της κατηγορίας [[εναντίον]] του κατηγορουμένου<br /><b>2.</b> το δικονομικό [[έγγραφο]] που περιέχει την [[πράξη]] η οποία αποδίδεται στον δράστη, με αποφάσεις τών αρμόδιων συμβουλίων πλημμελειοδικών ή εφετών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατηγορώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριο</i> ([[πρβλ]]. <i>δωρη</i>-<i>τήριο</i>, <i>πωλη</i>-<i>τήριο</i>). Η λ., στον λόγιο τ. <i>κατηγορητήριον</i>, μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
}}
}}

Revision as of 13:18, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
1. η κατά την έναρξη της δίκης έγγραφή ή και προφορική διατύπωση της κατηγορίας εναντίον του κατηγορουμένου
2. το δικονομικό έγγραφο που περιέχει την πράξη η οποία αποδίδεται στον δράστη, με αποφάσεις τών αρμόδιων συμβουλίων πλημμελειοδικών ή εφετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατηγορώ + κατάλ. -τήριο (πρβλ. δωρη-τήριο, πωλη-τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. κατηγορητήριον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].