κλεφτός: Difference between revisions
From LSJ
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
(20) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κλεπτός]] -ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[κλοπή]], [[κλοπιμαίος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κρυφά]] και βιαστικά<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κλεφτή</i><br />[[γυναίκα]] που κλέφτηκε («τη [[γυναίκα]] του τήν έχει κλεφτή»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κλεφτά]] (Μ κλεφτῶς)<br /><b>1.</b> με τον τρόπο του κλέφτη, [[κρυφά]], κλεφτάτα<br /><b>2.</b> [[πρόχειρα]], βιαστικά («έφαγα στα [[κλεφτά]] [[γιατί]] είχα πολλή δουλειά»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κλεπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]. Ο τ. [[κλεφτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κλεπτός]] με [[τροπή]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>πτ</i>- σε -<i>φτ</i>- ( | |mltxt=και [[κλεπτός]] -ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[κλοπή]], [[κλοπιμαίος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κρυφά]] και βιαστικά<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κλεφτή</i><br />[[γυναίκα]] που κλέφτηκε («τη [[γυναίκα]] του τήν έχει κλεφτή»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κλεφτά]] (Μ κλεφτῶς)<br /><b>1.</b> με τον τρόπο του κλέφτη, [[κρυφά]], κλεφτάτα<br /><b>2.</b> [[πρόχειρα]], βιαστικά («έφαγα στα [[κλεφτά]] [[γιατί]] είχα πολλή δουλειά»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κλεπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]. Ο τ. [[κλεφτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κλεπτός]] με [[τροπή]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>πτ</i>- σε -<i>φτ</i>- ([[πρβλ]]. [[πτύω]]: [[φτύνω]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:31, 23 August 2021
Greek Monolingual
και κλεπτός -ή, -ό
1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, κλοπιμαίος
2. αυτός που γίνεται κρυφά και βιαστικά
3. το θηλ. ως ουσ. η κλεφτή
γυναίκα που κλέφτηκε («τη γυναίκα του τήν έχει κλεφτή»).
επίρρ...
κλεφτά (Μ κλεφτῶς)
1. με τον τρόπο του κλέφτη, κρυφά, κλεφτάτα
2. πρόχειρα, βιαστικά («έφαγα στα κλεφτά γιατί είχα πολλή δουλειά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κλεπτός < κλέπτω. Ο τ. κλεφτός < κλεπτός με τροπή του συμφωνικού συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. πτύω: φτύνω)].