κλεπτίδης: Difference between revisions
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλεπτίδης]], ὁ (Α)<br />(κωμικό πατρών. του [[κλέπτης]]) ο [[γιος]] του κλέφτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλέπτης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίδης</i>, δηλωτική της καταγωγής ( | |mltxt=[[κλεπτίδης]], ὁ (Α)<br />(κωμικό πατρών. του [[κλέπτης]]) ο [[γιος]] του κλέφτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλέπτης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίδης</i>, δηλωτική της καταγωγής ([[πρβλ]]. <i>λαγωίδης</i>, <i>τυδε</i>-<i>ΐδης</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, Com.Patronym.of κλέπτης, A Son of a Thief, Pherecr.219.
German (Pape)
[Seite 1448] ὁ, komisches Patronymikum zum Vorigen, Diebessohn, Pherecrat. bei Poll. 8, 34.
Greek (Liddell-Scott)
κλεπτίδης: -ου, ὁ κωμικ. πατρώνυμ. τοῦ κλέπτης, υἱὸς κλέπτου, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 79, πρβλ. κλωπίδης.
Greek Monolingual
κλεπτίδης, ὁ (Α)
(κωμικό πατρών. του κλέπτης) ο γιος του κλέφτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + κατάλ. -ίδης, δηλωτική της καταγωγής (πρβλ. λαγωίδης, τυδε-ΐδης)].