κοινωνικοποιώ: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[προβαίνω]] σε [[κοινωνικοποίηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινωνικός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ποιῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[ποιός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιδιο</i>-<i>ποιῶ</i>, <i>προσωπο</i>-[[ποιώ]]. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>socialize</i>].
|mltxt=[[προβαίνω]] σε [[κοινωνικοποίηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινωνικός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ποιῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[ποιός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), [[πρβλ]]. <i>ιδιο</i>-<i>ποιῶ</i>, <i>προσωπο</i>-[[ποιώ]]. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>socialize</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

προβαίνω σε κοινωνικοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνικός + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. ιδιο-ποιῶ, προσωπο-ποιώ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. socialize].