κοινωνικοποιώ

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401

Greek Monolingual

προβαίνω σε κοινωνικοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνικός + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. ιδιο-ποιῶ, προσωπο-ποιώ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. socialize].