κολάπτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] δρυοκολαπτόμορφων πτηνών της οικογένειας picidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>colapte</i> <span style="color: red;"><</span> [[κολάπτω]] «[[χτυπώ]], [[σκαλίζω]]»].
|mltxt=ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] δρυοκολαπτόμορφων πτηνών της οικογένειας picidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>colapte</i> <span style="color: red;"><</span> [[κολάπτω]] «[[χτυπώ]], [[σκαλίζω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 13:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος δρυοκολαπτόμορφων πτηνών της οικογένειας picidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colapte < κολάπτω «χτυπώ, σκαλίζω»].